- ηθοπλαστικός
- -ή, -όαυτός που επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα: Το ομαδικό παιχνίδι έχει μεγάλη ηθοπλαστική αξία για το παιδί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηθοπλαστικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος για διάπλαση χρηστού ήθους, που διαπλάσσει το ήθος, που διαμορφώνει τον χαρακτήρα («ηθοπλαστικά διηγήματα»). επίρρ... ηθοπλαστικώς και ηθοπλαστικά με τρόπο ηθοπλαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + πλαστικός (< πλάσσω) … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
εποικοδομητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην εποικοδόμηση (βλ. λ.). 2. μτφ., που προάγει στην αρετή με τη διδασκαλία κυρίως και το παράδειγμα, ηθοπλαστικός: Εποικοδομητικά διδάγματα. 3. μτφ., που ενισχύει μία άποψη, που συντελεί στην … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)